- μορμυρωπός
- μορμυρωπός, -όν (Α)αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + -ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορμυρωπός — with fixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορμυρωπά — μορμυρωπός with fixed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek